- Τσοπανάκος
- (1789 – 1825). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός ο ποιητής του Αγώνα Παναγιώτης Κάλλας. Καταγόταν από τη Δημητσάνα, φοίτησε στην περίφημη σχολή της ιδιαίτερής του πατρίδας, εξαιτίας όμως της ασθενικής του κράσης αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του από τη δεύτερη τάξη του ελληνικού σχολείου. Ήταν καμπούρης, βραχύσωμος και ανίκανος για εργασία. Περνούσε την ημέρα του στην αγορά της Δημητσάνας, σατιρίζοντας έμμετρα τους συμπολίτες του. Όταν άρχισε ο Αγώνας, ο Τ. έσπευσε στο πλευρό των μαχητών και με τα φλογερά πατριωτικά του ποιήματα τόνωνε το φρόνημά τους. Με τον τρόπο αυτό ο Τ. πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Αγώνα. Από όλους τους Έλληνες οπλαρχηγούς ιδιαίτερα θαύμαζε και αγαπούσε τον Νικηταρά, του οποίου μάλιστα το σπαθί χαρακτήριζε ως την «τουρκοφόνον ελληνακήν ρομφαίαν». Τίμησε επίσης με στίχους του το Θ. Κολοκοτρώνη και άλλους Πελοποννήσιους αρχηγούς. Έγραψε επίσης ποιήματα και για τους νησιώτες ναυτικούς, ψάλλοντας τους θριάμβους τους στη θάλασσα, την ανδρεία του Κανάρη και τη στρατηγική ικανότητα του Μιαούλη. Οι εμφύλιες συγκρούσεις του 1824 τον λύπησαν πολύ, κυρίως γιατί έχασε την προστασία των υποστηρικτών του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά και γνώρισε πολλές στερήσεις. Ποιήματα του T. που αναφέρονται στον Αγώνα δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1838. Από τους σατιρικούς στίχους του σώζεται μόνο ένα τετράστιχο, το οποίο έγραψε όταν ο Νικηταράς τού δώρισε από τα λάφυρα μιας μάχης ένα κολοβό άλογο, για να διατρέχει έφιππος τα στρατόπεδα. Η γλώσσα του Τ. περιλαμβάνει ανάμεικτα στοιχεία της καθαρεύουσας και της δημοτικής, ο δε στίχος του παρουσιάζει συχνά ατέλειες στην ομοιοκαταληξία.
Dictionary of Greek. 2013.